- καμαράσης
- καμαράσης και καμαράσιος, ὁ (Μ)1. (επί φραγκοκρατίας) ο έφορος τών ηγεμονικών αυλών, τού οποίου έργο ήταν η διαχείριση τού ηγεμονικού κιβωτίου, θησαυροφύλακας2. ο φύλακας τού πατριαρχικού κελλιού στα Ιεροσόλυμα, ο οποίος είχε και την εποπτεία τών κωδωνοστασίων και εφοδίαζε τους ναούς με καμπάνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. cămăraş].
Dictionary of Greek. 2013.