καμαράσης

καμαράσης
καμαράσης και καμαράσιος, ὁ (Μ)
1. (επί φραγκοκρατίας) ο έφορος τών ηγεμονικών αυλών, τού οποίου έργο ήταν η διαχείριση τού ηγεμονικού κιβωτίου, θησαυροφύλακας
2. ο φύλακας τού πατριαρχικού κελλιού στα Ιεροσόλυμα, ο οποίος είχε και την εποπτεία τών κωδωνοστασίων και εφοδίαζε τους ναούς με καμπάνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. cămăraş].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Καλλιμάχης — Επώνυμο φαναριώτικης οικογένειας λογίων και ηγεμόνων της Μολδαβίας. 1. Αλέξανδρος (1737 – Κλαυδιούπολη 1821). Γιος του Ιωάννη (βλ. 3.). Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία και εργάστηκε στο υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας έως το 1785, οπότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”